Oι Διαταραχές του Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) είναι μια ομάδα νευροαναπτυξιακών διαταραχών, στην οποία οι γνωστικές δυσλειτουργίες παίζουν έναν καθοριστικό ρόλο. Οι γενετικοί παράγοντες φαίνεται να είναι οι πιο σημαντικοί στην αιτιολογία της. Οι ΔΑΦ περιγράφουν μια διά βίου κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ατυπίες στην κοινωνική συναλλαγή, διαταραγμένη λεκτική και μη-λεκτική επικοινωνία, περιορισμένο εύρος ενδιαφερόντων, φαντασίας και ευελιξίας, και διαταραγμένη πρόσληψη και επεξεργασία αισθητηριακών ερεθισμάτων.
Διαγιγνώσκονται συνήθως στην πρώιμη παιδική ηλικία, αλλά επιμένουν σε όλη τη ζωή, αν και με αλλαγές συνήθως στην κλινική εικόνα. Απαντώνται σε συχνότητα 1–1,2% του πληθυσμού.
Διαγνωστικά κριτήρια
Η τριάδα διαγνωστικών συμπτωμάτων για τα άτομα που βρίσκονται στο Φάσμα του Αυτισμού στο DSM IV-TR ήταν:
- Δυσκολίες στην κοινωνική αλληλεπίδραση
- Δυσκολίες στην επικοινωνία
- Στερεοτυπικές, επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, δραστηριότητες και ενδιαφέροντα
Αυτή η τριάδα των συμπτωμάτων στο DSM 5 έχει αντικατασταθεί από 2 ομάδες συμπτωμάτων:
- Δυσκολίες στην κοινωνική επικοινωνία
- Στερεοτυπικές, επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, δραστηριότητες και ενδιαφέροντα.
Κλινική εικόνα-Πορεία
Οι ΔΑΦ είναι ένα φάσμα, μια “ομπρέλα”, κάτω από την οποία βρίσκονται πολλές κλινικές εικόνες. Άτομα με απουσία συνήθως λειτουργικής γλώσσας και άλλοτε άλλου βαθμού Νοητική Υστέρηση, χαρακτηρίζονται ως άτομα χαμηλής λειτουργικότητας. Στην άλλη άκρη του φάσματος βρίσκονται άτομα με ελαφρότερη συμπτωματολογία, λειτουργική ομιλία και τουλάχιστον φυσιολογική νοημοσύνη, τα οποία χαρακτηρίζονται ως άτομα με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας. Αν δεν έχουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη της ομιλίας μιλάμε για σύνδρομο Asperger.
Οι χαμηλότερης λειτουργικότητας πάσχοντες ενήλικοι στους οποίους συνήθως έχει τεθεί διάγνωση από την παιδική ηλικία, συνήθως παραπέμπονται στον ψυχίατρο ενηλίκων για προβλήματα συμπεριφοράς. Η αδυναμία έκφρασης των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν αφενός λόγω των γλωσσικών περιορισμών και αφετέρου λόγω των ελλειμμάτων στην εναισθησία, τους οδηγεί σε συμπεριφορικές εκτροπές (συχνά αυτο- και έτερο- επιθετικότητα). Αυτές προβληματίζουν και ανησυχούν το περιβάλλον τους και έτσι το οδηγούν στην αναζήτηση ψυχιατρικής βοήθειας.
Τα ενήλικα άτομα υψηλής λειτουργικότητας είναι πιο δύσκολο να εντοπιστούν, αλλά και αυτά μπορεί να έχουν ανάγκη ψυχιατρικής αντιμετώπισης. Συνήθως πρόκειται για άτομα στα οποία δεν έχει μπει ποτέ διάγνωση ΔΑΦ. Έχουν δυσκολίες στην κοινωνική επαφή, μπορεί να έχουν επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, ιδιαίτερη προτίμηση στις ρουτίνες, να μην τους αρέσουν οι αλλαγές και συχνά έχουν στο ιστορικό τους ποικιλία διαγνώσεων. Η διάγνωσή τους παρεμποδίζεται ακόμα περισσότερο όταν αυτοί επιδεικνύουν εξαιρετικές ικανότητες σε κάποιο τομέα, επαγγελματική επιτυχία ή και κάποια κοινωνική προσαρμογή (π.χ. γάμος, οικογένεια). Η συχνή σύγχυση των συμπτωμάτων της ΔΑΦ με συμπτώματα άλλων διαταραχών οδηγεί στη λανθασμένη και συνεπώς ανεπιτυχή αντιμετώπισή τους με τη χρήση ακατάλληλης ή περιττής πολλές φορές φαρμακευτικής αγωγής.
Συνεπώς, είναι απαραίτητη η εξειδικευμένη ψυχιατρική εκτίμηση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της ΔΑΦ ή και άλλων διαταραχών που μπορεί να συνυπάρχουν.